σκανδάληθρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tige servant de détente à un piège.<br />'''Étymologie:''' [[σκάνδαλον]].
|btext=ου (τό) :<br />tige servant de détente à un piège.<br />'''Étymologie:''' [[σκάνδαλον]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.
}}
{{elru
|elrutext='''σκανδάληθρον:''' (δᾰ) τό досл. колышек западни (при прикосновении к которому она захлопывается), перен. западня: σκανδάληθρα ἐπῶν Arph. словесные ловушки.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκανδάληθρον:''' [ᾰ], τό, [[ραβδί]] που τίθεται στην [[παγίδα]], πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[δόλωμα]] και που όταν το αγγίζει το ζώο αναπηδά και κλείνει την [[παγίδα]], το [[ελατήριο]], η [[σκανδάλη]] της παγίδας· μεταφ., <i>σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</i>, στήνοντας παγίδες λόγων, δηλ. εκφέροντας λέξεις-δολώματα, από τις οποίες αρπάζεται ο [[αντίπαλος]] στην επιχειρηματολογία, και [[κατόπιν]] παγιδεύεται και ακυρώνονται έτσι τα επιχειρήματά του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκανδάληθρον:''' [ᾰ], τό, [[ραβδί]] που τίθεται στην [[παγίδα]], πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[δόλωμα]] και που όταν το αγγίζει το ζώο αναπηδά και κλείνει την [[παγίδα]], το [[ελατήριο]], η [[σκανδάλη]] της παγίδας· μεταφ., <i>σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</i>, στήνοντας παγίδες λόγων, δηλ. εκφέροντας λέξεις-δολώματα, από τις οποίες αρπάζεται ο [[αντίπαλος]] στην επιχειρηματολογία, και [[κατόπιν]] παγιδεύεται και ακυρώνονται έτσι τα επιχειρήματά του, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.
}}
{{elru
|elrutext='''σκανδάληθρον:''' (δᾰ) τό досл. колышек западни (при прикосновении к которому она захлопывается), перен. западня: σκανδάληθρα ἐπῶν Arph. словесные ловушки.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰνδάληθρον, ου, τό,<br />the [[stick]] in a [[trap]] on [[which]] the [[bait]] is placed, and [[which]], [[when]] touched by the [[animal]], springs up and shuts the [[trap]], the [[trap]]-[[spring]]: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting [[word]]- [[traps]], i. e. words [[which]] one's [[adversary]] [[will]] [[catch]] at, and be caught [[himself]], Ar.
|mdlsjtxt=σκᾰνδάληθρον, ου, τό,<br />the [[stick]] in a [[trap]] on [[which]] the [[bait]] is placed, and [[which]], [[when]] touched by the [[animal]], springs up and shuts the [[trap]], the [[trap]]-[[spring]]: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting [[word]]- [[traps]], i. e. words [[which]] one's [[adversary]] [[will]] [[catch]] at, and be caught [[himself]], Ar.
}}
}}