ψιμύθιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).
}}
{{elru
|elrutext='''ψῐμύθιον:''' (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψιμύθιον:''' ή [[ψιμμύθιον]], Αιολ. [[ψημύθιον]], (και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]]), τό ([[ψίμυθος]]), [[λευκός]] [[μόλυβδος]], που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''ψιμύθιον:''' ή [[ψιμμύθιον]], Αιολ. [[ψημύθιον]], (και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]]), τό ([[ψίμυθος]]), [[λευκός]] [[μόλυβδος]], που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).
}}
{{elru
|elrutext='''ψῐμύθιον:''' (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj