3,274,903
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> conseiller pour les affaires publiques;<br /><b>2</b> <i>à Sparte</i> conseiller qui assistait le général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βουλή]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> conseiller pour les affaires publiques;<br /><b>2</b> <i>à Sparte</i> conseiller qui assistait le général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμβουλος -ου, ὁ, Att. ook ξύμβουλος [σύν, βουλή] ook f. Xen. Hell. 3.1.13, raadgever, adviseur: met gen. van zaken, met περί + gen. in, over iets;, ξύμβουλος γίγνεσθαι raadgeven, adviseren, met dat. iem.:; μοι γενοῦ ξύμβουλος geef me raad Aristoph. Nub. 1481; met inf. adviseren om …:; Plat. Lg. 930e = ξύμβουλος εἶναι met inf. Aeschl. Eum. 712; als politiek en militair ambt, in Sparta; Thuc. 5.63.4; in Thurii. Aristot. Pol. 1307b14. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμβουλος:''' ὁ, редко ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подающий советы]], [[советник]]: ὁ σ. τινος Aesch., Arph., περί τινος Aesch., Plat. и [[ὑπέρ]] τινος Isocr. советник в чем-л.; σύμβουλοι λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε Aesch. будьте моими советниками в этом; σ. εἰμι Aesch., Plat. я советую;<br /><b class="num">2)</b> [[член совета]], [[советник]] Dem., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> (в Риме; лат. [[legatus]]) легат Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> (в Риме; лат. [[senator]]) сенатор Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμβουλος:''' ὁ ([[βουλή]]), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, [[σύμβουλος]], [[γνωμοδότης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., [[σύμβουλος]] κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>σύμβουλός τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[σύμβουλος]] λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το [[ζήτημα]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[περί]] ή [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]], με απαρ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σύμβουλος:''' ὁ ([[βουλή]]), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, [[σύμβουλος]], [[γνωμοδότης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., [[σύμβουλος]] κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>σύμβουλός τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[σύμβουλος]] λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το [[ζήτημα]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[περί]] ή [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]], με απαρ., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |