διακριτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Ggstz [[συγκριτικός]], Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Ggstz [[συγκριτικός]], Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.
}}
{{elnl
|elnltext=διακριτικός -ή -όν [διακρίνω] scheidend:. ἡ συγκριτική τε καὶ διακριτική de (kunst van) combineren en scheiden Plat. Plt. 282b. tot onderscheid in staat:. ὄργανον... διακριτικὸν τῆς οὐσίας een instrument om onderscheidingen te maken in de werkelijkheid Plat. Crat. 388c.
}}
{{elru
|elrutext='''διακρῐτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[служащий для различения]], [[диакритический]] ([[ὄνομα]] [[ὄργανον]] διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рассеивающий]] ([[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακριτικός]], -ή, -όν) [[διακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διακρίνει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />όποιος συμπεριφέρεται με [[διακριτικότητα]], δεν γίνεται [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], [[αγενής]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευσπλαχνικός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακριτικά</i><br />τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική [[συνήθως]]) [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διακριτικό [[σημείο]]» — [[σημάδι]] που τοποθετείται [[πάνω]], [[κάτω]] ή [[δίπλα]] στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί [[φθόγγος]] ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «διακριτική [[ευχέρεια]]» — [[δυνατότητα]] που παρέχει ο [[νόμος]] για [[εκλογή]] [[ανάμεσα]] σε περισσότερες από μία λύσεις, [[εξίσου]] νόμιμες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακριτικόν</i><br /><b>1.</b> η [[διακριτικότητα]]<br /><b>2.</b> τον [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διακριτική</i><br />η [[ικανότητα]] να διακρίνει [[κανείς]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακριτικός]], -ή, -όν) [[διακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διακρίνει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />όποιος συμπεριφέρεται με [[διακριτικότητα]], δεν γίνεται [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], [[αγενής]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευσπλαχνικός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακριτικά</i><br />τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική [[συνήθως]]) [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διακριτικό [[σημείο]]» — [[σημάδι]] που τοποθετείται [[πάνω]], [[κάτω]] ή [[δίπλα]] στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί [[φθόγγος]] ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «διακριτική [[ευχέρεια]]» — [[δυνατότητα]] που παρέχει ο [[νόμος]] για [[εκλογή]] [[ανάμεσα]] σε περισσότερες από μία λύσεις, [[εξίσου]] νόμιμες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακριτικόν</i><br /><b>1.</b> η [[διακριτικότητα]]<br /><b>2.</b> τον [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διακριτική</i><br />η [[ικανότητα]] να διακρίνει [[κανείς]].
}}
{{elru
|elrutext='''διακρῐτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[служащий для различения]], [[диакритический]] ([[ὄνομα]] [[ὄργανον]] διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рассеивающий]] ([[χρῶμα]] Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=διακριτικός -ή -όν [διακρίνω] scheidend:. ἡ συγκριτική τε καὶ διακριτική de (kunst van) combineren en scheiden Plat. Plt. 282b. tot onderscheid in staat:. ὄργανον... διακριτικὸν τῆς οὐσίας een instrument om onderscheidingen te maken in de werkelijkheid Plat. Crat. 388c.
}}
}}