δηλωτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à indiquer.<br />'''Étymologie:''' [[δηλόω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à indiquer.<br />'''Étymologie:''' [[δηλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δηλωτικός -ή -όν [δηλωτός] geneesk., symptomatisch voor, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''δηλωτικός:''' [[обнаруживающий]], [[показывающий]], [[объясняющий]] (τινος Arst., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηλωτικός]], -ή, -όν) [[δηλώ]]<br />Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε [[δήλωση]], όποιος χρησιμεύει για [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που γνωστοποιεί, ο [[ενδεικτικός]], ο [[προειδοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δηλωτικό</i> (ενν. [[έγγραφο]])<br />το [[έγγραφο]] στο οποίο αναγράφεται η [[ονομασία]], η [[σημαία]], η [[χωρητικότητα]] και το [[φορτίο]] του πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές του λιμανιού στο οποίο έχει αράξει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)<br /><b>2.</b> (για χορό) ο [[εκφραστικός]]»<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[φανερός]]. II. <b>επίρρ.</b> <b>αρχ.</b> <i>δηλωτικῶς</i><br />[[φανερά]], λεπτομερειακά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηλωτικός]], -ή, -όν) [[δηλώ]]<br />Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε [[δήλωση]], όποιος χρησιμεύει για [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που γνωστοποιεί, ο [[ενδεικτικός]], ο [[προειδοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δηλωτικό</i> (ενν. [[έγγραφο]])<br />το [[έγγραφο]] στο οποίο αναγράφεται η [[ονομασία]], η [[σημαία]], η [[χωρητικότητα]] και το [[φορτίο]] του πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές του λιμανιού στο οποίο έχει αράξει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)<br /><b>2.</b> (για χορό) ο [[εκφραστικός]]»<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[φανερός]]. II. <b>επίρρ.</b> <b>αρχ.</b> <i>δηλωτικῶς</i><br />[[φανερά]], λεπτομερειακά.
}}
{{elru
|elrutext='''δηλωτικός:''' [[обнаруживающий]], [[показывающий]], [[объясняющий]] (τινος Arst., Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=δηλωτικός -ή -όν [δηλωτός] geneesk., symptomatisch voor, met gen.
}}
}}