αὐτοσχέδιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> qui se fait sur le lieu même : αὐτοσχεδίῃ (<i>s.e.</i> μάχῃ) μῖξαι χεῖρας IL engager un combat corps à corps ; αὐτοσχεδίην (<i>s.e.</i> πληγήν) τινὰ πλήσσειν IL, OD frapper qqn d'un coup porté de près;<br /><b>2</b> qui se fait sur-le-champ, non préparé, improvisé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδόν]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> qui se fait sur le lieu même : αὐτοσχεδίῃ (<i>s.e.</i> μάχῃ) μῖξαι χεῖρας IL engager un combat corps à corps ; αὐτοσχεδίην (<i>s.e.</i> πληγήν) τινὰ πλήσσειν IL, OD frapper qqn d'un coup porté de près;<br /><b>2</b> qui se fait sur-le-champ, non préparé, improvisé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοσχέδιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т. е. без подготовки ([[τριήρης]] Arst.; λόγοι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[говорящий экспромтом]] (περί τι Plut.): οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. не умеющий импровизировать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσχέδιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, <i>αὐτοσχεδίῃ</i> (ενν. <i>μάχῃ</i>), σε [[στενή]] [[μάχη]], στη [[συμπλοκή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτοσχεδίην</i>, ως επίρρ. = [[αὐτοσχεδόν]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πρόχειρος]], απρογραμμάτιστος, [[απρομελέτητος]], λέγεται γι' αυτόν που φτιάχνει [[πρόχειρα]] και αυτοσχέδια τραγούδια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''αὐτοσχέδιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, <i>αὐτοσχεδίῃ</i> (ενν. <i>μάχῃ</i>), σε [[στενή]] [[μάχη]], στη [[συμπλοκή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αὐτοσχεδίην</i>, ως επίρρ. = [[αὐτοσχεδόν]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πρόχειρος]], απρογραμμάτιστος, [[απρομελέτητος]], λέγεται γι' αυτόν που φτιάχνει [[πρόχειρα]] και αυτοσχέδια τραγούδια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοσχέδιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т. е. без подготовки ([[τριήρης]] Arst.; λόγοι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[говорящий экспромтом]] (περί τι Plut.): οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. не умеющий импровизировать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[hand]] to [[hand]], αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in [[close]] [[fight]], in the [[fray]], Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = [[αὐτοσχεδόν]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> off-[[hand]], of an improvisatore, Hhymn.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[hand]] to [[hand]], αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in [[close]] [[fight]], in the [[fray]], Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = [[αὐτοσχεδόν]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> off-[[hand]], of an improvisatore, Hhymn.
}}
}}