δαρτός: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; [[χιτών]], eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; [[χιτών]], eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''δαρτός:''' [adj. verb. к [[δέρω]] = [[δρατός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαρτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δαρμένος, ξυλοκοπημένος<br /><b>2.</b> (για τη [[βροχή]]) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή [[βροχή]], [[νεροποντή]] σωστή»)<br /><b>3.</b> (για το [[γάλα]], τα αβγά <b>κ.λπ.</b>) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη [[κατά]] την [[επεξεργασία]] του («δαρτό [[γάλα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δαρτὸς [[χιτών]]» — [[ένας]] από τους χιτώνες τών όρχεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαρτά</i>, τα<br />ψάρια [[χωρίς]] λέπια, [[αλλά]] με σκληρό [[δέρμα]], ώστε να χρειάζονται [[γδάρσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]<br />αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>drta</i>-. Από αυτό προήλθε και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δάρτινον]]<br />[[πέπλον]] λινούν»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαρτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δαρμένος, ξυλοκοπημένος<br /><b>2.</b> (για τη [[βροχή]]) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή [[βροχή]], [[νεροποντή]] σωστή»)<br /><b>3.</b> (για το [[γάλα]], τα αβγά <b>κ.λπ.</b>) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη [[κατά]] την [[επεξεργασία]] του («δαρτό [[γάλα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δαρτὸς [[χιτών]]» — [[ένας]] από τους χιτώνες τών όρχεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαρτά</i>, τα<br />ψάρια [[χωρίς]] λέπια, [[αλλά]] με σκληρό [[δέρμα]], ώστε να χρειάζονται [[γδάρσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]<br />αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>drta</i>-. Από αυτό προήλθε και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δάρτινον]]<br />[[πέπλον]] λινούν»].
}}
{{elru
|elrutext='''δαρτός:''' [adj. verb. к [[δέρω]] = [[δρατός]].
}}
}}