δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on n’ose regarder en face, terrible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντιβλέπω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on n’ose regarder en face, terrible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντιβλέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' [[страшный на вид]] (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαντίβλεπτος:''' -ον ([[ἀντιβλέπω]]), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει [[κάποιος]] κατά [[πρόσωπο]], [[φρικιαστικός]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσαντίβλεπτος:''' -ον ([[ἀντιβλέπω]]), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει [[κάποιος]] κατά [[πρόσωπο]], [[φρικιαστικός]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' [[страшный на вид]] (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut.
}}
}}