δυσαπόδοτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπόδοτος:''' [[трудно выразимый]], [[трудно определимый]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπόδοτος:''' [[трудно выразимый]], [[трудно определимый]] Sext.
}}
}}