δολιχήρετμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux longues rames.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], ἐρέτμος.
|btext=ος, ον :<br />aux longues rames.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], ἐρέτμος.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχήρετμος:''' с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания ([[νηῦς]], Φαίηκες Hom.; [[Αἴγινα]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[κουπιά]], λέγεται για [[καράβι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται [[μακριά]] [[κουπιά]], στο ίδ.
|lsmtext='''δολῐχήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[κουπιά]], λέγεται για [[καράβι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται [[μακριά]] [[κουπιά]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχήρετμος:''' с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания ([[νηῦς]], Φαίηκες Hom.; [[Αἴγινα]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δολῐχ-ήρετμος, ον <i>adj</i> [[ἐρετμός]]<br />[[long]]-[[oared]], of a [[ship]], Od.; of men, using [[long]] oars, Od.
|mdlsjtxt=δολῐχ-ήρετμος, ον <i>adj</i> [[ἐρετμός]]<br />[[long]]-[[oared]], of a [[ship]], Od.; of men, using [[long]] oars, Od.
}}
}}