εἰκαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστικός:''' грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστικός:''' грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: τὸ εἰκαστικόν the [[faculty]] of conjecturing, Luc.
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: τὸ εἰκαστικόν the [[faculty]] of conjecturing, Luc.
}}
}}