εὐάρεστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui plaît]], [[agréable]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀρέσκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui plaît]], [[agréable]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀρέσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάρεστος:''' [[нравящийся]], [[приятный]], [[угодный]] (τινι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάρεστος:''' [[нравящийся]], [[приятный]], [[угодный]] (τινι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj