εὐρύπορος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au large passage, vaste, immense.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br />au large passage, vaste, immense.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[πόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύπορος:''' [[с широкими путями]], [[обширный]] ([[θάλασσα]] Hom., Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύπορος:''' -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπου [[εκεί]] όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά [[βούληση]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐρύπορος:''' -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπου [[εκεί]] όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά [[βούληση]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύπορος:''' [[с широкими путями]], [[обширный]] ([[θάλασσα]] Hom., Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-πορος, ον<br />with [[broad]] ways, of the sea, [[where]] all may [[roam]] at [[will]], Hom., etc.
|mdlsjtxt=εὐρύ-πορος, ον<br />with [[broad]] ways, of the sea, [[where]] all may [[roam]] at [[will]], Hom., etc.
}}
}}