θεμέλιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, <i>etc.) ; au plur.</i> τὰ θεμέλια fondations, fondements ; [[ἐκ]] [[τῶν]] θεμελίων depuis les fondements (<i>lat.</i> funditus) <i>au propre et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]].
|btext=ος, ον :<br />de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, <i>etc.) ; au plur.</i> τὰ θεμέλια fondations, fondements ; [[ἐκ]] [[τῶν]] θεμελίων depuis les fondements (<i>lat.</i> funditus) <i>au propre et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμέλιος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[λίθος]]) краеугольный камень, основание (ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα [[πόλις]] NT): οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑττόκεινται Thuc. основания сложены из разного рода камней; ἐκ τῶν θεμελίων Thuc., Polyb. до самого основания или в самом основании.<br />лежащий в основе, краеугольный (λίθοι Arph.; οἰκόπεδα Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμέλιος:''' -ον (√<i>ΘΕ</i> του [[τίθημι]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., [[θεμέλιος]] (ενν. [[λίθος]]), [[θεμελιώδης]], [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]· <i>οἱ θεμέλιοι</i>, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ [[τῶν]] θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.
|lsmtext='''θεμέλιος:''' -ον (√<i>ΘΕ</i> του [[τίθημι]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., [[θεμέλιος]] (ενν. [[λίθος]]), [[θεμελιώδης]], [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]· <i>οἱ θεμέλιοι</i>, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ [[τῶν]] θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεμέλιος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[λίθος]]) краеугольный камень, основание (ἡ τοὺς θεμελίους ἔχουσα [[πόλις]] NT): οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑττόκεινται Thuc. основания сложены из разного рода камней; ἐκ τῶν θεμελίων Thuc., Polyb. до самого основания или в самом основании.<br />лежащий в основе, краеугольный (λίθοι Arph.; οἰκόπεδα Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj