θωπευτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''θωπευτικός:''' [[склонный ласкаться]], [[заискивающий]] ([[κύων]] Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θωπευτικός]], -ή, -όν) [[θωπευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να θωπεύει<br /><b>2.</b> αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, [[γαλίφης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[χαϊδευτικός]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]] σαν [[χάδι]], [[απαλός]] σαν [[χάδι]] («η [[πνοή]] του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θωπευτικά</i><br />η [[θωπεία]], η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θωπευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θωπευτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τρυφερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κολακευτικά.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θωπευτικός]], -ή, -όν) [[θωπευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να θωπεύει<br /><b>2.</b> αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, [[γαλίφης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[χαϊδευτικός]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]] σαν [[χάδι]], [[απαλός]] σαν [[χάδι]] («η [[πνοή]] του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θωπευτικά</i><br />η [[θωπεία]], η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θωπευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θωπευτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τρυφερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κολακευτικά.
}}
{{elru
|elrutext='''θωπευτικός:''' [[склонный ласкаться]], [[заискивающий]] ([[κύων]] Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fawning]], [[flattering]]
|woodrun=[[fawning]], [[flattering]]
}}
}}