θυμηδία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμηδία:''' ἡ [[удовольствие]], [[радость]] ([[εὐφροσύνη]] καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές.
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμηδία:''' ἡ [[удовольствие]], [[радость]] ([[εὐφροσύνη]] καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.).
}}
}}