θυμβρεπίδειπνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.<br />'''Étymologie:''' [[θύμβρα]], [[ἐπίδειπνον]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.<br />'''Étymologie:''' [[θύμβρα]], [[ἐπίδειπνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυμβρεπίδειπνος:''' досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυμβρεπίδειπνος:''' -ον, αυτός που το [[δείπνο]] του αποτελείται από [[πικρά]] βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θυμβρεπίδειπνος:''' -ον, αυτός που το [[δείπνο]] του αποτελείται από [[πικρά]] βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυμβρεπίδειπνος:''' досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυμβρ-επίδειπνος, ον [from [[θύμβρα]]<br />supping on [[bitter]] herbs, i. e. [[living]] [[poorly]], Ar.
|mdlsjtxt=θυμβρ-επίδειπνος, ον [from [[θύμβρα]]<br />supping on [[bitter]] herbs, i. e. [[living]] [[poorly]], Ar.
}}
}}