κατευνασμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d'endormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατευνάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d'endormir.<br />'''Étymologie:''' [[κατευνάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατευνασμός:''' ὁ [[усыпление]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κατευνασμός]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[ηρέμηση]], [[μαλάκωμα]] («ο [[κατευνασμός]] της διχόνοιας»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να οδηγεί [[κάποιος]] κάποιον στην [[κλίνη]] για να κοιμηθεί, το [[κοίμισμα]].
|mltxt=ο (Α [[κατευνασμός]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[ηρέμηση]], [[μαλάκωμα]] («ο [[κατευνασμός]] της διχόνοιας»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να οδηγεί [[κάποιος]] κάποιον στην [[κλίνη]] για να κοιμηθεί, το [[κοίμισμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατευνασμός:''' ὁ [[усыпление]] Plut.
}}
}}