κορδύλη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
|btext=ης (ἡ) :<br />bosse.<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδύλη:''' (ῠ) ἡ шишка или шишковатая дубина.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 19: Line 22:
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῦν
|mltxt=[[κορδύλη]] και κορδύλα και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ρόπαλο]], [[κορύνη]]<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], όγκωμα, [[πρήξιμο]]<br /><b>3.</b> (στους Κυπρίους) [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[καλύπτρα]], [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] του ψαριού τον(ν)ος, [[σκορδύλη]] («ἐπακολουθοῦν
τες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[σχενδύλη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
τες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κραδάω]] δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί [[επίσης]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κόνδυλος]] και [[κόρυς]] ή [[κορυφή]] ή [[κόρση]]. Η κατάλ. -<i>ύλη</i> ανήκει στην [[καθομιλουμένη]] [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[σχενδύλη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδύλειος]], [[κορδύλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορδυβαλλώδης]] (<b>βλ.</b>λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κορδύλουρος</i>, <i>κορδυλοφόρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κορδύλη:''' (ῠ) ἡ шишка или шишковатая дубина.
}}
}}
{{etym
{{etym