θυννοσκόπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />qui guette les thons.<br />'''Étymologie:''' [[θύννος]], [[σκοπέω]].
|btext=(ὁ, ἡ)<br />qui guette les thons.<br />'''Étymologie:''' [[θύννος]], [[σκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυννοσκόπος:''' [[высматривающий ход тунца]] (чтобы своевременно сигнализировать рыбакам) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυννοσκόπος:''' [[высматривающий ход тунца]] (чтобы своевременно сигнализировать рыбакам) Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυννο-σκόπος, ὁ,<br />a [[tunny]]-[[watcher]], i. e. one who was posted on a [[high]] [[place]], from [[which]] he could see the [[shoals]] [[coming]], and make a [[sign]] to the [[fisherman]] to let [[down]] [[their]] nets, Theocr.
|mdlsjtxt=θυννο-σκόπος, ὁ,<br />a [[tunny]]-[[watcher]], i. e. one who was posted on a [[high]] [[place]], from [[which]] he could see the [[shoals]] [[coming]], and make a [[sign]] to the [[fisherman]] to let [[down]] [[their]] nets, Theocr.
}}
}}