λευκόλοφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόλοφος:''' [[украшенный белым гребнем или султаном]] ([[τρυφάλεια]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόλοφος:''' [[украшенный белым гребнем или султаном]] ([[τρυφάλεια]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth.
|mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth.
}}
}}