3,274,159
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> λυπήσω, <i>ao.</i> inus., <i>pf.</i> λελύπηκα;<br /><b>1</b> chagriner, affliger : τινα qqn ; ἐλύπει αὐτὸν ἡ [[χώρα]] πορθουμένη XÉN ce qui le chagrinait, c’était de voir le pays dévasté ; <i>Pass.</i> être chagriné, affligé, ennuyé ; avec un part. : ἐλυπεῖτο [[ὁρῶν]] DÉM il s'affligeait de voir;<br /><b>2</b> vexer, taquiner;<br /><b>3</b> incommoder, gêner : ὁ [[θώραξ]] λυπεῖ XÉN la cuirasse incommode par son poids ; τινα gêner qqn;<br /><b>4</b> inquiéter, harceler (un ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[λύπη]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> λυπήσω, <i>ao.</i> inus., <i>pf.</i> λελύπηκα;<br /><b>1</b> chagriner, affliger : τινα qqn ; ἐλύπει αὐτὸν ἡ [[χώρα]] πορθουμένη XÉN ce qui le chagrinait, c’était de voir le pays dévasté ; <i>Pass.</i> être chagriné, affligé, ennuyé ; avec un part. : ἐλυπεῖτο [[ὁρῶν]] DÉM il s'affligeait de voir;<br /><b>2</b> vexer, taquiner;<br /><b>3</b> incommoder, gêner : ὁ [[θώραξ]] λυπεῖ XÉN la cuirasse incommode par son poids ; τινα gêner qqn;<br /><b>4</b> inquiéter, harceler (un ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[λύπη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡπέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[беспокоить]], [[стеснять]], [[тяготить]] (ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[беспокоить набегами]] (τὴν Λακωνικήν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[препятствовать]], [[мешать]] (οὐδὲν ἐλύπησεν [[ὥστε]] μή … Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[дразнить]], [[поддразнивать]] ([[ὑπό]] τινος λυπούμενος Lys.);<br /><b class="num">5)</b> [[теснить]], [[преследовать]] (τοὺς Ἓλληνας Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[изводить]], [[мучить]], [[донимать]]: ταὐτὰ [[ταῦτα]] λυποῦντες, [[ἅπερ]] ἐγὼ [[ὑμᾶς]] ἐλύπουν Plat. донимая (их) так же, как я вас донимал;<br /><b class="num">7)</b> [[огорчать]], [[удручать]], [[терзать]] (ἐλύπει αὐτὸν ἡ [[χώρα]] πορθουμένη Xen.); med.-pass. огорчаться (μὴ λυπέεο Her.; ἐλυπήθη ὁ [[βασιλεύς]] NT): ἐλυπεῖτο [[ὁρῶν]] Dem. ему тяжело было видеть. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡπέω:''' μέλ. <i>λυπήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προξενώ]] [[λύπη]], πόνο, [[θλίψη]], [[ενόχληση]], σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το [[βάρος]] της, σε Ξεν.· απόλ., [[προξενώ]] πόνο ή [[λύπη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους επιδρομείς, [[ενοχλώ]], [[εξαντλώ]] το [[στράτευμα]] από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, [[λύπη]], [[θλίψη]], δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· <i>μὴλυπέο</i>, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., <i>λύπας λυπείσθαι</i>, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., [[λυπάμαι]] για [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[πονώ]], σε Ευρ., κ.λπ. | |lsmtext='''λῡπέω:''' μέλ. <i>λυπήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προξενώ]] [[λύπη]], πόνο, [[θλίψη]], [[ενόχληση]], σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ [[θώραξ]] λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το [[βάρος]] της, σε Ξεν.· απόλ., [[προξενώ]] πόνο ή [[λύπη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους επιδρομείς, [[ενοχλώ]], [[εξαντλώ]] το [[στράτευμα]] από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, [[λύπη]], [[θλίψη]], δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· <i>μὴλυπέο</i>, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., <i>λύπας λυπείσθαι</i>, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., [[λυπάμαι]] για [[κάτι]], σε Σοφ.· απόλ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[πονώ]], σε Ευρ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |