μέτριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />mesuré, modéré, moyen;<br /><b>1</b> <i>en parl. de hauteur, de grandeur</i> μετρία [[πῆχυς]] HDT la coudée moyenne <i>ou</i> ordinaire;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> [[μέτριον]] χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;<br /><b>3</b> <i>avec idée de nombre ou de quantité</i> μέτρια ὕδατα PLUT quantités d'eau suffisantes;<br /><b>4</b> <i>avec idée de degré</i> μετρία [[ἐσθής]] THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]] SOPH existence non ordinaire <i>(où tout est excessif, le bien ou le mal)</i> ; [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ [[μέτριον]], τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; <i>au sens mor.</i> modéré, mesuré, réglé : [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; [[μέτριος]] πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l'égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ [[σεαυτοῦ]] λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ [[μέτριον]] SOPH vie d'une durée moyenne <i>ou</i> ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />mesuré, modéré, moyen;<br /><b>1</b> <i>en parl. de hauteur, de grandeur</i> μετρία [[πῆχυς]] HDT la coudée moyenne <i>ou</i> ordinaire;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> [[μέτριον]] χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;<br /><b>3</b> <i>avec idée de nombre ou de quantité</i> μέτρια ὕδατα PLUT quantités d'eau suffisantes;<br /><b>4</b> <i>avec idée de degré</i> μετρία [[ἐσθής]] THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]] SOPH existence non ordinaire <i>(où tout est excessif, le bien ou le mal)</i> ; [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ [[μέτριον]], τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; <i>au sens mor.</i> modéré, mesuré, réglé : [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; [[μέτριος]] πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l'égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ [[σεαυτοῦ]] λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ [[μέτριον]] SOPH vie d'une durée moyenne <i>ou</i> ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μέτριος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> [[средний]], [[среднего роста]], [[нормальный]] ([[ἄνδρες]] Her. - ср. 10);<br /><b class="num">2)</b> [[обыкновенный]], [[общепринятый]] ([[πῆχυς]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[среднего протяжения]] ([[μῆκος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[средней продолжительности или непродолжительный]] ([[χρόνος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[средний]], [[посредственный]] (ἔργα Hes.; [[οὐσία]] Arst.); скромный, простой ([[ἐσθής]] Thuc.; [[σῖτος]] Xen.; [[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[умеренный]], [[сдержанный]] ([[ἔπος]] Aesch.; [[χάρις]] Eur.): μ. ἔς τι Thuc., πρός τι Plat. и ἔν τινι Xen. умеренный в чем-л.;<br /><b class="num">7)</b> [[сносный]], [[терпимый]] ([[ἄχθος]], κακά Eur.);<br /><b class="num">8)</b> [[кроткий]], [[мягкий]] (πρὸς τοὺς ὑπηκόους Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> [[подходящий]], [[достаточный]] ([[μισθός]] Plat.);<br /><b class="num">10)</b> [[правильный]], [[справедливый]] ([[λόγος]] Xen.; [[ἀνήρ]] Plat.). - см. тж. [[μέτριον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[μέτρον]]),·<br /><b class="num">Α.</b> [[εντός]] των πλαισίων του μέτρου, απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], μετρίου ύψους, σε Ηρόδ.· [[μέτριος]] [[πῆχυς]], η μέτρια, η [[συνήθης]] [[μονάδα]] μέτρησης μήκους, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για χρόνο, σύνηθες, μέτριο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. για αριθμό, για [[ποσότητα]], [[λίγος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για κοινωνική [[βαθμίδα]], αυτός που έχει ταπεινή [[προέλευση]], [[μέτριος]], [[κοινός]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· ταπεινής ή μεσαίας κοινωνικής τάξης, σε αντίθ. προς την υψηλή ή [[πολύ]] χαμηλή κοινωνική [[τάξη]], στους Τραγ. κ.λπ.· τὸ [[μέτριον]], το κοινό, το σύνηθες, Λατ. [[aurea]] [[mediocritas]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>τὰ μέτρια</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, μετρία [[φιλία]], μια όχι και τόσο σπουδαία [[φιλία]], στον ίδ.· μετρίῳ ἐσθῆτι [[χρῆσθαι]], κοινό, καθημερινό [[φόρεμα]], σε Θουκ.· <i>μετρίᾳ φυλακῇ</i>, [[χωρίς]] [[στενή]] [[συνοδεία]], στον ίδ.· <i>οἱ μέτριοι</i>, συνήθεις άνθρωποι, το κοινό είδος, σε Δημ.· επίσης, [[ὅσον]] οἰόμεθα [[μέτριον]] [[εἶναι]], [[μόλις]] επαρκές, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετριοπαθής]], [[ανεκτικός]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὰ μέτρια</i>, μετριοπαθείς, επιεικείς όροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]], [[ενάρετος]], σε Θέογν., Ευρ.· <i>μετριώτεροι ἐς τὰ [[πολιτικά]]</i>, σε Θουκ.· <i>μέτριοι πρὸς δίαιταν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> [[συμμετρικός]], [[κατάλληλος]], σε Ξεν. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[μετρίως]], μετριοπαθώς, [[εντός]] των καθορισμένων ορίων, στο καθορισμένο μέτρο, [[δικαίως]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[μετρίως]] ἔχειν τοῦ βίου, είναι [[μετρίως]] [[ευκατάστατος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>μετριώτερον</i>, υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αρκετά, επαρκώς, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σεμνά, με [[μετριοπάθεια]], σε Ευρ., Ξεν.· με δίκαιους όρους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> το ουδ. [[μέτριον]] και <i>μέτρια</i> χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Πλάτ.· με [[άρθρο]], <i>τὸμέτριον</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ μέτρια</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''μέτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[μέτρον]]),·<br /><b class="num">Α.</b> [[εντός]] των πλαισίων του μέτρου, απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], μετρίου ύψους, σε Ηρόδ.· [[μέτριος]] [[πῆχυς]], η μέτρια, η [[συνήθης]] [[μονάδα]] μέτρησης μήκους, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για χρόνο, σύνηθες, μέτριο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. για αριθμό, για [[ποσότητα]], [[λίγος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για κοινωνική [[βαθμίδα]], αυτός που έχει ταπεινή [[προέλευση]], [[μέτριος]], [[κοινός]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· ταπεινής ή μεσαίας κοινωνικής τάξης, σε αντίθ. προς την υψηλή ή [[πολύ]] χαμηλή κοινωνική [[τάξη]], στους Τραγ. κ.λπ.· τὸ [[μέτριον]], το κοινό, το σύνηθες, Λατ. [[aurea]] [[mediocritas]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>τὰ μέτρια</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, μετρία [[φιλία]], μια όχι και τόσο σπουδαία [[φιλία]], στον ίδ.· μετρίῳ ἐσθῆτι [[χρῆσθαι]], κοινό, καθημερινό [[φόρεμα]], σε Θουκ.· <i>μετρίᾳ φυλακῇ</i>, [[χωρίς]] [[στενή]] [[συνοδεία]], στον ίδ.· <i>οἱ μέτριοι</i>, συνήθεις άνθρωποι, το κοινό είδος, σε Δημ.· επίσης, [[ὅσον]] οἰόμεθα [[μέτριον]] [[εἶναι]], [[μόλις]] επαρκές, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετριοπαθής]], [[ανεκτικός]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὰ μέτρια</i>, μετριοπαθείς, επιεικείς όροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]], [[ενάρετος]], σε Θέογν., Ευρ.· <i>μετριώτεροι ἐς τὰ [[πολιτικά]]</i>, σε Θουκ.· <i>μέτριοι πρὸς δίαιταν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> [[συμμετρικός]], [[κατάλληλος]], σε Ξεν. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[μετρίως]], μετριοπαθώς, [[εντός]] των καθορισμένων ορίων, στο καθορισμένο μέτρο, [[δικαίως]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[μετρίως]] ἔχειν τοῦ βίου, είναι [[μετρίως]] [[ευκατάστατος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>μετριώτερον</i>, υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αρκετά, επαρκώς, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σεμνά, με [[μετριοπάθεια]], σε Ευρ., Ξεν.· με δίκαιους όρους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> το ουδ. [[μέτριον]] και <i>μέτρια</i> χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Πλάτ.· με [[άρθρο]], <i>τὸμέτριον</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ μέτρια</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέτριος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> [[средний]], [[среднего роста]], [[нормальный]] ([[ἄνδρες]] Her. - ср. 10);<br /><b class="num">2)</b> [[обыкновенный]], [[общепринятый]] ([[πῆχυς]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[среднего протяжения]] ([[μῆκος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[средней продолжительности или непродолжительный]] ([[χρόνος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[средний]], [[посредственный]] (ἔργα Hes.; [[οὐσία]] Arst.); скромный, простой ([[ἐσθής]] Thuc.; [[σῖτος]] Xen.; [[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[умеренный]], [[сдержанный]] ([[ἔπος]] Aesch.; [[χάρις]] Eur.): μ. ἔς τι Thuc., πρός τι Plat. и ἔν τινι Xen. умеренный в чем-л.;<br /><b class="num">7)</b> [[сносный]], [[терпимый]] ([[ἄχθος]], κακά Eur.);<br /><b class="num">8)</b> [[кроткий]], [[мягкий]] (πρὸς τοὺς ὑπηκόους Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> [[подходящий]], [[достаточный]] ([[μισθός]] Plat.);<br /><b class="num">10)</b> [[правильный]], [[справедливый]] ([[λόγος]] Xen.; [[ἀνήρ]] Plat.). - см. тж. [[μέτριον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj