μαιευτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les accouchements ; ἡ μαιευτική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de faire accoucher <i>en parl. de la méthode d'enseignement de Socrate</i>, la maïeutique.<br />'''Étymologie:''' [[μαιεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les accouchements ; ἡ μαιευτική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de faire accoucher <i>en parl. de la méthode d'enseignement de Socrate</i>, la maïeutique.<br />'''Étymologie:''' [[μαιεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαιευτικός:''' досл. родовспомогательный, перен. мэевтический Plat., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαιευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τέχνη]] της μαίας, στη [[μαιευτική]], σε Πλάτ.· ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ή <i>ἡ -κή</i> ([[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[μαιευτική]] [[τέχνη]], όνομα που έδινε ο [[Σωκράτης]] στην [[τέχνη]] του για να αποσπά απο τους άλλους όσα υπήρχαν στο [[μυαλό]] τους, στον ίδ.
|lsmtext='''μαιευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τέχνη]] της μαίας, στη [[μαιευτική]], σε Πλάτ.· ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ή <i>ἡ -κή</i> ([[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[μαιευτική]] [[τέχνη]], όνομα που έδινε ο [[Σωκράτης]] στην [[τέχνη]] του για να αποσπά απο τους άλλους όσα υπήρχαν στο [[μυαλό]] τους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαιευτικός:''' досл. родовспомогательный, перен. мэевтический Plat., Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj