3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελαγχολία:''' ἡ тж. pl. разлитие черной желчи, т. е. [[меланхолия]], [[душевная угнетенность]] Plat., Luc., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μελαγχολία]], Α ιων. τ. μελαγχολίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με [[αίσθημα]] ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική [[αναστολή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαριά]] [[δυσθυμία]] που συνοδεύεται από [[τάση]] [[προς]] [[απομόνωση]], [[μεγάλη]] και [[συνεχής]] [[λύπη]], έντονη [[ακεφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται όταν εγχυθεί η [[χολή]] στο [[αίμα]], [[είδος]] παραφροσύνης, [[υποχονδρία]] («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>3.</b> [[αφροσύνη]], [[απερισκεψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] / [[χολή]]). Η λ. [[μελαγχολία]] εντάσσεται σε μια [[ομάδα]] λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου αναφορικά [[προς]] ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η [[αντίληψη]] της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την [[ανάμιξη]] σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι [[εξής]] τύποι: [[αιματώδης]] «[[ενθουσιώδης]], [[πληθωρικός]]» ([[πρβλ]]. και [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]), [[φλεγματικός]] «[[ψύχραιμος]], [[απαθής]]» ([[πρβλ]]. «αγγλικό [[φλέγμα]]»), [[χολερικός]] «[[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]» και [[μελαγχολικός]] «[[δύσθυμος]], [[άκεφος]]». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. <i>humor</i> ([[χιούμορ]]) «εύθυμη κριτική [[διάθεση]]» προέρχεται από λατ. <i>humor</i> «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, [[τέλος]], της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών [[είναι]] νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η [[χολή]]», «μού έπρηξε το [[συκώτι]]», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το [[αίμα]]», «μού ανέβηκε το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]]», που χρησιμοποιούνται [[κατά]] κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. [[μελαγχολία]] δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melancholy</i>, γαλλ. <i>melancholie</i>), ενώ ως [[ιατρικός]] όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. <i>melancholia</i>]. | |mltxt=η (ΑM [[μελαγχολία]], Α ιων. τ. μελαγχολίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με [[αίσθημα]] ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική [[αναστολή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαριά]] [[δυσθυμία]] που συνοδεύεται από [[τάση]] [[προς]] [[απομόνωση]], [[μεγάλη]] και [[συνεχής]] [[λύπη]], έντονη [[ακεφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται όταν εγχυθεί η [[χολή]] στο [[αίμα]], [[είδος]] παραφροσύνης, [[υποχονδρία]] («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>3.</b> [[αφροσύνη]], [[απερισκεψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] / [[χολή]]). Η λ. [[μελαγχολία]] εντάσσεται σε μια [[ομάδα]] λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου αναφορικά [[προς]] ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η [[αντίληψη]] της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την [[ανάμιξη]] σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι [[εξής]] τύποι: [[αιματώδης]] «[[ενθουσιώδης]], [[πληθωρικός]]» ([[πρβλ]]. και [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]), [[φλεγματικός]] «[[ψύχραιμος]], [[απαθής]]» ([[πρβλ]]. «αγγλικό [[φλέγμα]]»), [[χολερικός]] «[[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]» και [[μελαγχολικός]] «[[δύσθυμος]], [[άκεφος]]». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. <i>humor</i> ([[χιούμορ]]) «εύθυμη κριτική [[διάθεση]]» προέρχεται από λατ. <i>humor</i> «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, [[τέλος]], της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών [[είναι]] νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η [[χολή]]», «μού έπρηξε το [[συκώτι]]», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το [[αίμα]]», «μού ανέβηκε το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]]», που χρησιμοποιούνται [[κατά]] κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. [[μελαγχολία]] δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melancholy</i>, γαλλ. <i>melancholie</i>), ενώ ως [[ιατρικός]] όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. <i>melancholia</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Arabic: سوداء; Egyptian Arabic: ماليخوليا; Aromanian: milanculii; Azerbaijani: melanxoliya; Basque: malenkonia; Belarusian: меланхолія; Bulgarian: меланхолия; Catalan: malenconia; Chinese Mandarin: 憂鬱, 忧郁, 悲哀; Czech: melancholie; Danish: melankoli, vemod; Dutch: [[melancholie]], weemoed; Esperanto: melankolio; Estonian: melanhoolia; Finnish: melankolia, apeus, surumielisyys; French: mélancolie; Galician: melancolía; German: [[Melancholie]], [[Schwermut]], [[Wehmut]]; Greek: [[μελαγχολία]]; Hebrew: מלנכוליה; Hungarian: melankólia; Icelandic: þunglyndi; Italian: malinconia; Japanese: 憂鬱, 鬱病; Korean: 우울, 침울; Latin: [[melancholia]]; Lithuanian: melancholija; Manchu: ᠠᡴᠠᠴᡠᠨ; Maori: kainatu, rāwakiwaki; Norwegian: melankoli, tungsinn, svartsyn, vemod; Persian: مالیخولیا, مالنخولیا; Polish: melancholia; Portuguese: melancolia; Romanian: melancolie, tristețe; Russian: [[меланхолия]]; Scottish Gaelic: dòlasachd, mulad, èislean, cianalas, tùirse, truime, dubhachas; Serbo-Croatian Cyrillic: меланхолија, меланколија; Roman: melanhòlija, melankòlija; Sicilian: malancunìa; Slovak: melanchólia; Slovene: melanholija; Spanish: [[melancolía]]; Swedish: melankoli, svårmod, vemod, tungsinne; Tajik: молихулиё; Turkish: melankoli, hüzün; Ukrainian: меланхолія; Walloon: miråcoleye | |trtx=Arabic: سوداء; Egyptian Arabic: ماليخوليا; Aromanian: milanculii; Azerbaijani: melanxoliya; Basque: malenkonia; Belarusian: меланхолія; Bulgarian: меланхолия; Catalan: malenconia; Chinese Mandarin: 憂鬱, 忧郁, 悲哀; Czech: melancholie; Danish: melankoli, vemod; Dutch: [[melancholie]], weemoed; Esperanto: melankolio; Estonian: melanhoolia; Finnish: melankolia, apeus, surumielisyys; French: mélancolie; Galician: melancolía; German: [[Melancholie]], [[Schwermut]], [[Wehmut]]; Greek: [[μελαγχολία]]; Hebrew: מלנכוליה; Hungarian: melankólia; Icelandic: þunglyndi; Italian: malinconia; Japanese: 憂鬱, 鬱病; Korean: 우울, 침울; Latin: [[melancholia]]; Lithuanian: melancholija; Manchu: ᠠᡴᠠᠴᡠᠨ; Maori: kainatu, rāwakiwaki; Norwegian: melankoli, tungsinn, svartsyn, vemod; Persian: مالیخولیا, مالنخولیا; Polish: melancholia; Portuguese: melancolia; Romanian: melancolie, tristețe; Russian: [[меланхолия]]; Scottish Gaelic: dòlasachd, mulad, èislean, cianalas, tùirse, truime, dubhachas; Serbo-Croatian Cyrillic: меланхолија, меланколија; Roman: melanhòlija, melankòlija; Sicilian: malancunìa; Slovak: melanchólia; Slovene: melanholija; Spanish: [[melancolía]]; Swedish: melankoli, svårmod, vemod, tungsinne; Tajik: молихулиё; Turkish: melankoli, hüzün; Ukrainian: меланхолія; Walloon: miråcoleye | ||
}} | }} |