μαρμαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=briller, rayonner, resplendir.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briller, avec redoubl.
|btext=briller, rayonner, resplendir.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briller, avec redoubl.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμαίρω:''' (только praes.) блистать, сверкать, гореть как жар (χαλκῷ, σὺν ἔντεσι Hom.; ἄστροισι Aesch.): ὄμματα μαρμαίροντα Hom. горящие глаза.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μαρμαίρω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[αστράφτω]], [[σπινθηρίζω]], [[λάμπω]], λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄμματα μαρμαίροντα</i>, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[νύκτα]] ἄστροισι μαρμαίρουσαν</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμαίρω:''' (только praes.) блистать, сверкать, гореть как жар (χαλκῷ, σὺν ἔντεσι Hom.; ἄστροισι Aesch.): ὄμματα μαρμαίροντα Hom. горящие глаза.
}}
}}
{{etym
{{etym