3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> de pays, émigré, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> de pays, émigré, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετανάστης:''' ου ὁ переселенец или чужак ([[ἀτίμητος]] Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |