μετανάστης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> de pays, émigré, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> de pays, émigré, exilé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετανάστης:''' ου ὁ переселенец или чужак ([[ἀτίμητος]] Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετανάστης:''' ου ὁ переселенец или чужак ([[ἀτίμητος]] Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами.
}}
}}
{{etym
{{etym