3,277,636
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a qu'un membre <i>en parl. d'une période</i>;<br /><b>2</b> qui n’a qu'un étage.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κῶλον]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a qu'un membre <i>en parl. d'une période</i>;<br /><b>2</b> qui n’a qu'un étage.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κῶλον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόκωλος:''' ион. [[μουνόκωλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> состоящий из одного яруса, т. е. одноэтажный или из одной комнаты; ([[οἴκημα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[одного свойства]], [[односторонний]] (ἡ τοῦ ἔθνους [[φύσις]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[однообразный]] ([[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[стоящий на одной ноге]] (hominum [[genus]] Plin.);<br /><b class="num">5)</b> рит. [[одночленный]] ([[περίοδος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόκωλος:''' -ον, Ιων. μουνο-, -ον ([[κῶλον]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]]· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο [[πάτωμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από [[μία]] μόνο [[πρόταση]], σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει [[μία]] μόνο [[πλευρά]], [[μονόπλευρος]], στον ίδ. | |lsmtext='''μονόκωλος:''' -ον, Ιων. μουνο-, -ον ([[κῶλον]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]]· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο [[πάτωμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από [[μία]] μόνο [[πρόταση]], σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει [[μία]] μόνο [[πλευρά]], [[μονόπλευρος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |