μονόκωλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a qu'un membre <i>en parl. d'une période</i>;<br /><b>2</b> qui n’a qu'un étage.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κῶλον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a qu'un membre <i>en parl. d'une période</i>;<br /><b>2</b> qui n’a qu'un étage.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κῶλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκωλος:''' ион. [[μουνόκωλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> состоящий из одного яруса, т. е. одноэтажный или из одной комнаты; ([[οἴκημα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[одного свойства]], [[односторонний]] (ἡ τοῦ ἔθνους [[φύσις]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[однообразный]] ([[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[стоящий на одной ноге]] (hominum [[genus]] Plin.);<br /><b class="num">5)</b> рит. [[одночленный]] ([[περίοδος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόκωλος:''' -ον, Ιων. μουνο-, -ον ([[κῶλον]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]]· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο [[πάτωμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από [[μία]] μόνο [[πρόταση]], σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει [[μία]] μόνο [[πλευρά]], [[μονόπλευρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''μονόκωλος:''' -ον, Ιων. μουνο-, -ον ([[κῶλον]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]]· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο [[πάτωμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από [[μία]] μόνο [[πρόταση]], σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει [[μία]] μόνο [[πλευρά]], [[μονόπλευρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκωλος:''' ион. [[μουνόκωλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> состоящий из одного яруса, т. е. одноэтажный или из одной комнаты; ([[οἴκημα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[одного свойства]], [[односторонний]] (ἡ τοῦ ἔθνους [[φύσις]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[однообразный]] ([[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[стоящий на одной ноге]] (hominum [[genus]] Plin.);<br /><b class="num">5)</b> рит. [[одночленный]] ([[περίοδος]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj