μοχθηρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> pénible, douloureux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui supporte patiemment une épreuve, infortuné;<br /><b>3</b> de mauvaise qualité ; <i>en parl. de pers.</i> méchant, pervers;<br /><i>Sp.</i> μοχθηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μόχθος]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> pénible, douloureux;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui supporte patiemment une épreuve, infortuné;<br /><b>3</b> de mauvaise qualité ; <i>en parl. de pers.</i> méchant, pervers;<br /><i>Sp.</i> μοχθηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μόχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοχθηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[страдающий]], [[несчастный]], [[жалкий]] (γυναικῶν [[γένος]] Aesch.; [[ζόη]] Her.; [[βίος]] Soph.): μοχθηρὰ [[τλῆναι]] Aesch. терпеть муки; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς! Plat. да ты, бедный, впал в безумие!;<br /><b class="num">2)</b> [[плохой]], [[дурной]], [[негодный]] (ἱμάτια Plat.; [[βοῦς]] Arph.; ὕδατα, [[τραγῳδία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[порочный]], [[испорченный]] (ἔθη Polyb.): μ. τὴν ψυχήν Plat. нравственно испорченный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοχθηρός:''' -ά, -όν ([[μοχθέω]]), κλητ. <i>μόχθηρε</i> (όχι <i>μοχθηρέ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υποφέρει από [[μία]] [[δυσκολία]], που πονάει από την [[ταλαιπωρία]], [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ [[τλῆναι]], [[υποφέρω]] δυστυχίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]], σε ελεεινά χάλια, [[μηδαμινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[μοχθηρῶς]] διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., <i>μοχθηροτέρως ἔχειν</i>, στον ίδ.· <i>-ότερον</i>, σε Ξεν. — υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[πονηρός]], [[αγύρτης]], [[πανούργος]], Λατ. [[pravus]], σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''μοχθηρός:''' -ά, -όν ([[μοχθέω]]), κλητ. <i>μόχθηρε</i> (όχι <i>μοχθηρέ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υποφέρει από [[μία]] [[δυσκολία]], που πονάει από την [[ταλαιπωρία]], [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ [[τλῆναι]], [[υποφέρω]] δυστυχίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]], σε ελεεινά χάλια, [[μηδαμινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[μοχθηρῶς]] διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., <i>μοχθηροτέρως ἔχειν</i>, στον ίδ.· <i>-ότερον</i>, σε Ξεν. — υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[πονηρός]], [[αγύρτης]], [[πανούργος]], Λατ. [[pravus]], σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοχθηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[страдающий]], [[несчастный]], [[жалкий]] (γυναικῶν [[γένος]] Aesch.; [[ζόη]] Her.; [[βίος]] Soph.): μοχθηρὰ [[τλῆναι]] Aesch. терпеть муки; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς! Plat. да ты, бедный, впал в безумие!;<br /><b class="num">2)</b> [[плохой]], [[дурной]], [[негодный]] (ἱμάτια Plat.; [[βοῦς]] Arph.; ὕδατα, [[τραγῳδία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[порочный]], [[испорченный]] (ἔθη Polyb.): μ. τὴν ψυχήν Plat. нравственно испорченный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj