μυριάς: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> nombre de 10 000, myriade ; <i>particul.</i> quantité de 10 000 médimnes <i>ou</i> drachmes;<br /><b>2</b> nombre infini, foule innombrable.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> nombre de 10 000, myriade ; <i>particul.</i> quantité de 10 000 médimnes <i>ou</i> drachmes;<br /><b>2</b> nombre infini, foule innombrable.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мириада]], [[десять тысяч]] (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου [[δυοκαίδεκα]] μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;<br /><b class="num">2)</b> (несметное), [[множество]] (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).<br />άδος adj. f бесчисленная, несметная ([[φύστις]] Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[αριθμός]] των 10.000, [[μυριάδα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· αόριστα, για αναρίθμητα νούμερα, ποσά, σε Ευρ.· όταν τα [[μυριάς]], <i>μυριάδες</i> χρησιμ. απολ. για [[δήλωση]] χρηματικού ποσού, το <i>δραχμῶν</i> πρέπει να υπονοείται, σε Αριστοφ.· όταν λέγεται για [[σιτηρά]], πρέπει να εννοείται το <i>μεδίμνων</i>.<br /><b class="num">II.</b> επίθ., ο αποτελούμενος από 10.000, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μῡριάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[αριθμός]] των 10.000, [[μυριάδα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· αόριστα, για αναρίθμητα νούμερα, ποσά, σε Ευρ.· όταν τα [[μυριάς]], <i>μυριάδες</i> χρησιμ. απολ. για [[δήλωση]] χρηματικού ποσού, το <i>δραχμῶν</i> πρέπει να υπονοείται, σε Αριστοφ.· όταν λέγεται για [[σιτηρά]], πρέπει να εννοείται το <i>μεδίμνων</i>.<br /><b class="num">II.</b> επίθ., ο αποτελούμενος από 10.000, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мириада]], [[десять тысяч]] (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου [[δυοκαίδεκα]] μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;<br /><b class="num">2)</b> (несметное), [[множество]] (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).<br />άδος adj. f бесчисленная, несметная ([[φύστις]] Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj