νεικεστήρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />querelleur, agresseur.<br />'''Étymologie:''' [[νεικέω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />querelleur, agresseur.<br />'''Étymologie:''' [[νεικέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεικεστήρ:''' ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεικεστήρ:''' ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεικεστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />one who wrangles with [[another]], c. gen., Hes. [from [[νεικέω]]
|mdlsjtxt=[[νεικεστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />one who wrangles with [[another]], c. gen., Hes. [from [[νεικέω]]
}}
}}