νηπιάα: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>seul. acc. pl.</i> -ιάας;<br /><i>c.</i> [[νηπιέη]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>seul. acc. pl.</i> -ιάας;<br /><i>c.</i> [[νηπιέη]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάα:''' ἡ (только acc. pl. [[νηπιάας]]) Hom. = *[[νηπιέη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάα:''' ἡ (только acc. pl. [[νηπιάας]]) Hom. = *[[νηπιέη]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[childhood]], ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. [[childish]] tricks or follies, νηπιέῃσιν in [[childish]] [[fashion]], in [[folly]], Hom.
|mdlsjtxt=<br />[[childhood]], ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. [[childish]] tricks or follies, νηπιέῃσιν in [[childish]] [[fashion]], in [[folly]], Hom.
}}
}}