νομευτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les pâtres <i>ou</i> le métier de pâtre, pastoral;<br /><b>2</b> habile à faire paître le bétail.<br />'''Étymologie:''' [[νομεύω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les pâtres <i>ou</i> le métier de pâtre, pastoral;<br /><b>2</b> habile à faire paître le bétail.<br />'''Étymologie:''' [[νομεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομευτικός:''' [[пастушеский]] ([[τέχνη]] Plat.): ὁ ν. [[νεανίσκος]] Plut. пастушок.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομευτικός:''' [[пастушеский]] ([[τέχνη]] Plat.): ὁ ν. [[νεανίσκος]] Plut. пастушок.
}}
}}