πηδάλιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gouvernail, <i>particul.</i> partie plate, et qui plonge dans l'eau, du gouvernail ; <i>p. anal.</i> barre <i>ou</i> traverse de bois, dans le frein du cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πηδόν]].
|btext=ου (τό) :<br />gouvernail, <i>particul.</i> partie plate, et qui plonge dans l'eau, du gouvernail ; <i>p. anal.</i> barre <i>ou</i> traverse de bois, dans le frein du cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πηδόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηδάλιον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> [[кормовое весло]], [[кормило]]: πηδαλίων [[οἴαξ]] Plat. рукоять кормила; π. κρεμάσαι Arph. повесить кормовое весло, т. е. оставить жизнь морехода;<br /><b class="num">2)</b> перен. pl. бразды (ἱππικὰ πηδάλια Aesch.; τὰ πηδάλια τῆς διανοίας Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηδάλιον:''' τό ([[πηδός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδάλιο]] ή [[κουπί]] που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] από τον Όμηρο, ελληνικό [[πλοίο]] που είχε [[συνήθως]] [[δύο]] <i>πηδάλια</i> που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (<i>ζεῦγλαι</i>) και χειριζόταν με [[χειρολαβή]] ή [[λαγουδέρα]] ([[οἴαξ]]).<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἱππικὰ πηδάλια</i>, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· <i>πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν</i>, σε Πίνδ.· <i>τὰ πηδάλια τῆς διανοίας</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πηδάλιον:''' τό ([[πηδός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδάλιο]] ή [[κουπί]] που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] από τον Όμηρο, ελληνικό [[πλοίο]] που είχε [[συνήθως]] [[δύο]] <i>πηδάλια</i> που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (<i>ζεῦγλαι</i>) και χειριζόταν με [[χειρολαβή]] ή [[λαγουδέρα]] ([[οἴαξ]]).<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἱππικὰ πηδάλια</i>, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· <i>πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν</i>, σε Πίνδ.· <i>τὰ πηδάλια τῆς διανοίας</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηδάλιον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> [[кормовое весло]], [[кормило]]: πηδαλίων [[οἴαξ]] Plat. рукоять кормила; π. κρεμάσαι Arph. повесить кормовое весло, т. е. оставить жизнь морехода;<br /><b class="num">2)</b> перен. pl. бразды (ἱππικὰ πηδάλια Aesch.; τὰ πηδάλια τῆς διανοίας Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj