σαρκοβόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange de la chair, carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange de la chair, carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]], [[βιβρώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκοβόρος:''' [[плотоядный]] (θηρία Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σαρκοβόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα σαρκοβόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> τα σαρκοφάγα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκοβόρο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική [[δράση]] πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βόρος</i>, <i>ωμο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[σαρκοβόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα σαρκοβόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> τα σαρκοφάγα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκοβόρο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική [[δράση]] πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βόρος</i>, <i>ωμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκοβόρος:''' [[плотоядный]] (θηρία Plut.).
}}
}}