σκυταλισμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠτᾰλισμός:''' ὁ [[порка палками]] (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[ραβδισμός]] με [[σκυτάλη]], [[ξυλοκόπημα]] ή [[ακόμη]] και [[θανάτωση]] με [[σκυτάλη]] («σκυταλισμὸς... [[ὅσος]] παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων [[οὐδέποτε]] γεγονέναι μνημονεύεται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε [[έτσι]] από την ευρεία [[χρήση]] σκυταλών, [[δηλαδή]] ροπάλων, ως φονικών μέσων [[εναντίον]] τών στασιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. [[σκυταλίζω]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[ραβδισμός]] με [[σκυτάλη]], [[ξυλοκόπημα]] ή [[ακόμη]] και [[θανάτωση]] με [[σκυτάλη]] («σκυταλισμὸς... [[ὅσος]] παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων [[οὐδέποτε]] γεγονέναι μνημονεύεται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε [[έτσι]] από την ευρεία [[χρήση]] σκυταλών, [[δηλαδή]] ροπάλων, ως φονικών μέσων [[εναντίον]] τών στασιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. [[σκυταλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠτᾰλισμός:''' ὁ [[порка палками]] (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.
}}
}}