στερητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> privatif;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> privatif;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (sc. [[πρότασις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στερητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει [[στέρηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στερητικό [[μόριο]]»<br /><b>(γρομμ.)</b> [[μόριο]] που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει [[άρνηση]], [[στέρηση]] ή [[έλλειψη]] [[αυτού]] που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>νη</i>-<i>νεμία</i><br />β) «στερητική [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που οφείλεται στην [[απουσία]] ή στην [[ανεπάρκεια]] στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την [[ισορροπία]] του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη [[τροφή]]<br />γ) «στερητικό [[φαινόμενο]]» ή «στερητικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται [[μετά]] από [[στέρηση]] οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερητικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα [[οἷον]] στερητικῶς λεγόμενα», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[στερητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει [[στέρηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στερητικό [[μόριο]]»<br /><b>(γρομμ.)</b> [[μόριο]] που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει [[άρνηση]], [[στέρηση]] ή [[έλλειψη]] [[αυτού]] που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>νη</i>-<i>νεμία</i><br />β) «στερητική [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που οφείλεται στην [[απουσία]] ή στην [[ανεπάρκεια]] στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την [[ισορροπία]] του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη [[τροφή]]<br />γ) «στερητικό [[φαινόμενο]]» ή «στερητικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται [[μετά]] από [[στέρηση]] οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερητικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα [[οἷον]] στερητικῶς λεγόμενα», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (sc. [[πρότασις]] Arst.).
}}
}}