στρεψίμαλλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. [[varia lectio|v.l.]] für das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. [[varia lectio|v.l.]] für das Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεψίμαλλος:''' (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''στρεψίμαλλος:''' (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.
}}
}}