3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συζήσομαι, <i>etc.</i><br />vivre ensemble, vivre avec : τινι, [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>fig.</i> vivre avec (une habitude, une passion, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συζήσομαι, <i>etc.</i><br />vivre ensemble, vivre avec : τινι, [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>fig.</i> vivre avec (une habitude, une passion, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συζάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[жить вместе]] (τινι и [[μετά]] τινος Arst., Dem., NT): τὸ [[συζῆν]] Arst., NT совместная жизнь, сожительство;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить жизнь]], [[жить]] (ὕδατι Aesch.; τῇ φιλοπραγμοσύνῃ Dem.): βίῳ αὐχμηρῷ σ. Luc. вести суровую жизнь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω μαζί με κάποιον, [[συμβιώνω]], [[συγκατοικώ]], [[συζώ]], με δοτ., σε Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., [[συζάω]] φιλοπραγμοσύνῃ, περνώ τη [[ζωή]] μου μέσα στην [[πολυπραγμοσύνη]], καταγινόμενος με πολλές υποθέσεις, στον ίδ.· απόλ., [[συμβιώνω]], σε Αριστ. | |lsmtext='''συζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω μαζί με κάποιον, [[συμβιώνω]], [[συγκατοικώ]], [[συζώ]], με δοτ., σε Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., [[συζάω]] φιλοπραγμοσύνῃ, περνώ τη [[ζωή]] μου μέσα στην [[πολυπραγμοσύνη]], καταγινόμενος με πολλές υποθέσεις, στον ίδ.· απόλ., [[συμβιώνω]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |