τέλειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A. I.</b> de la fin, dernier;<br /><b>II.</b> terminé, achevé, accompli : ἀρὰ τελεία ESCHL malédiction qui s'est accomplie ; τελεία [[ψῆφος]] ESCHL décret accompli, irrévocable, qui a force de loi ; αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν IL l'aigle, celui des oiseaux dont les présages s'accomplissent le plus sûrement, <i>sel. d'autres au sens de</i> accompli, <i>d'où</i> le plus fort, le plus puissant, le roi des oiseaux;<br /><b>III.</b> à qui rien ne manque, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> <i>avec idée de quantité</i> achevé, complet;<br /><b>2</b> <i>avec idée de qualité</i> αἶγες τέλειαι chèvres sans taches, choisies ; ἱερὰ τέλεια THC sacrifices parfaits, tout à fait selon le rite, <i>ou</i> victimes parfaites, sans taches ; τὸ τέλειον HDT banquet royal ; <i>en parl. de pers.</i> achevé, accompli, parfait : ἔν τινι accompli <i>ou</i> qui excelle en qch;<br /><b>IV.</b> arrivé à point, parvenu à maturité, mûr, fait : [[τέλειος]] [[ἀνήρ]] ESCHL homme dans la force de l'âge <i>ou</i> homme marié ; [[οἱ]] τέλειοι XÉN les hommes faits ; [[ἅρμα]] τέλειον LUC attelage de chevaux dans la force de l'âge;<br /><b>B.</b> qui mène à terme, qui accomplit, <i>sel. d'autres au sens intr. :</i> accompli, parfait, <i>càd</i> tout-puissant ; Ζεὺς [[τέλειος]] ESCHL Zeus qui accomplit toutes choses ; [[Ἥρα]] τελεία ESCHL Héra qui préside aux mariages.<br />'''Étymologie:''' [[τέλος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A. I.</b> de la fin, dernier;<br /><b>II.</b> terminé, achevé, accompli : ἀρὰ τελεία ESCHL malédiction qui s'est accomplie ; τελεία [[ψῆφος]] ESCHL décret accompli, irrévocable, qui a force de loi ; αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν IL l'aigle, celui des oiseaux dont les présages s'accomplissent le plus sûrement, <i>sel. d'autres au sens de</i> accompli, <i>d'où</i> le plus fort, le plus puissant, le roi des oiseaux;<br /><b>III.</b> à qui rien ne manque, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> <i>avec idée de quantité</i> achevé, complet;<br /><b>2</b> <i>avec idée de qualité</i> αἶγες τέλειαι chèvres sans taches, choisies ; ἱερὰ τέλεια THC sacrifices parfaits, tout à fait selon le rite, <i>ou</i> victimes parfaites, sans taches ; τὸ τέλειον HDT banquet royal ; <i>en parl. de pers.</i> achevé, accompli, parfait : ἔν τινι accompli <i>ou</i> qui excelle en qch;<br /><b>IV.</b> arrivé à point, parvenu à maturité, mûr, fait : [[τέλειος]] [[ἀνήρ]] ESCHL homme dans la force de l'âge <i>ou</i> homme marié ; [[οἱ]] τέλειοι XÉN les hommes faits ; [[ἅρμα]] τέλειον LUC attelage de chevaux dans la force de l'âge;<br /><b>B.</b> qui mène à terme, qui accomplit, <i>sel. d'autres au sens intr. :</i> accompli, parfait, <i>càd</i> tout-puissant ; Ζεὺς [[τέλειος]] ESCHL Zeus qui accomplit toutes choses ; [[Ἥρα]] τελεία ESCHL Héra qui préside aux mariages.<br />'''Étymologie:''' [[τέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τέλειος:''' и [[τέλεος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> [[законченный]], [[полный]]: τ. [[ἐνιαυτός]] Plat. круглый год; τελέους ἐπτὰ μῆνας Arph. в течение полных семи месяцев; [[ἅρμα]] [[τέλειον]] Luc. колесница с полной запряжкой, т. е. четверня;<br /><b class="num">2)</b> [[законченный]], [[зрелый]], [[возмужалый]], [[взрослый]] ([[ἵππος]] Plat.): τ. [[ἀνήρ]] Aesch., Plat. зрелый муж или Aesch. глава семьи, супруг; οἱ τέλειοι Xen. взрослые мужчины;<br /><b class="num">3)</b> [[безукоризненный]], [[без порока]], [[отборный]] (αἶγες Hom.; τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[законченный]], [[совершившийся]] ([[πρᾶγμα]] Aesch.): ξυνευχόμεσθα τέλεα τάδ᾽ εὔγματα [[ἐκγενέσθαι]] Arph. будем просить чтобы осуществились эти мольбы; τέλεον ἀποτετελέσθαι Plat. свершиться, исполниться; τῶν ὅλων τι καὶ τελείων Arst. нечто цельное и законченное;<br /><b class="num">5)</b> [[окончательный]], [[решительный]] ([[ψῆφος]] Aesch., Soph.);<br /><b class="num">6)</b> [[совершенный]], [[лучший]], [[отличный]] (τελεώτατος καὶ [[ἄριστος]] Plat.): τ. εἴς, πρός и [[κατά]] τι Plat. и ἔν τινι Isocr. достигший совершенства в чем-л.;<br /><b class="num">7)</b> (о богах), [[непорочный]] или [[все осуществляющий]], [[всемогущий]], ([[Ζεύς|Ζεὺς]] τ. Pind.; Ἣρα [[τελεία]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> [[заключительный]]: τ. [[κρατήρ]] Arph. заключительная чаша (третья чаша в честь Зевса-Избавителя, см. [[σωτήρ]] II);<br /><b class="num">9)</b> [[крайний]], [[высший]], [[тягчайший]] ([[ἀδικία]] Plat.);<br /><b class="num">10)</b> мат. [[совершенный]]: τ. [[ἀριθμός]] Plat. совершенное число (т. е. равное сумме всех своих сомножителей, напр., 28 = 14 + 74 + 2 + 1).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>.
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''τέλειος:''' и [[τέλεος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> [[законченный]], [[полный]]: τ. [[ἐνιαυτός]] Plat. круглый год; τελέους ἐπτὰ μῆνας Arph. в течение полных семи месяцев; [[ἅρμα]] [[τέλειον]] Luc. колесница с полной запряжкой, т. е. четверня;<br /><b class="num">2)</b> [[законченный]], [[зрелый]], [[возмужалый]], [[взрослый]] ([[ἵππος]] Plat.): τ. [[ἀνήρ]] Aesch., Plat. зрелый муж или Aesch. глава семьи, супруг; οἱ τέλειοι Xen. взрослые мужчины;<br /><b class="num">3)</b> [[безукоризненный]], [[без порока]], [[отборный]] (αἶγες Hom.; τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[законченный]], [[совершившийся]] ([[πρᾶγμα]] Aesch.): ξυνευχόμεσθα τέλεα τάδ᾽ εὔγματα [[ἐκγενέσθαι]] Arph. будем просить чтобы осуществились эти мольбы; τέλεον ἀποτετελέσθαι Plat. свершиться, исполниться; τῶν ὅλων τι καὶ τελείων Arst. нечто цельное и законченное;<br /><b class="num">5)</b> [[окончательный]], [[решительный]] ([[ψῆφος]] Aesch., Soph.);<br /><b class="num">6)</b> [[совершенный]], [[лучший]], [[отличный]] (τελεώτατος καὶ [[ἄριστος]] Plat.): τ. εἴς, πρός и [[κατά]] τι Plat. и ἔν τινι Isocr. достигший совершенства в чем-л.;<br /><b class="num">7)</b> (о богах), [[непорочный]] или [[все осуществляющий]], [[всемогущий]], ([[Ζεύς|Ζεὺς]] τ. Pind.; Ἣρα [[τελεία]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> [[заключительный]]: τ. [[κρατήρ]] Arph. заключительная чаша (третья чаша в честь Зевса-Избавителя, см. [[σωτήρ]] II);<br /><b class="num">9)</b> [[крайний]], [[высший]], [[тягчайший]] ([[ἀδικία]] Plat.);<br /><b class="num">10)</b> мат. [[совершенный]]: τ. [[ἀριθμός]] Plat. совершенное число (т. е. равное сумме всех своих сомножителей, напр., 28 = 14 + 74 + 2 + 1).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj