3,273,321
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παράγω]] τριγμό, [[δηλαδή]] [[λεπτό]], ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο [[ήχος]] του πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[παράγω]] τριγμό, [[δηλαδή]] [[λεπτό]], ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο [[ήχος]] του πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῦροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ' ἐτετρίγει», Βάβρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίζω]] τα δόντια σε κάποιον» — [[μιλώ]] σε κάποιον αυστηρά και απειλητικά<br />β) «τρίζουν τα κόκαλα του» — λέγεται για πεθαμένο που, αν ζούσε, θα αγανακτούσε από τη [[διαγωγή]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[αντί]] να τρίζει τ' [[αμάξι]], τρίζει το [[μαξιλάρι]]» ή «[[αντί]] να τρίζει ο [[ζυγός]] τρίζει το [[αλέτρι]]» — λέγεται για κάποιον που έχει βλάψει και παραπονιέται ή έχει αξιώσεις, [[αντί]] να παραπονιέται [[εκείνος]] που έχει πάθει τη [[ζημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για μικρά πτηνά ή και άλλα ζώα) [[εκβάλλω]] [[οξεία]] [[κραυγή]], [[τσιρίζω]] (α. «[[ὥσπερ]] τὴν [[χελιδόνα]] προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῑ τρίζειν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] από την [[φωνή]] τών πουλιών (<b>πρβλ.</b> και [[τρύζω]] / [[στρύζω]]) και συνδέεται με τα <i>στρί</i>(<i>γ</i>)<i>ξ</i> «[[κουκουβάγια]]» και λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]», τ. που εμφανίζουν όμως αρκτικό /<i>s</i>/]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |