3,274,123
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰπεζεύς:''' έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).<br />έως ὁ прихлебатель, парасит Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾰπεζεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τραπέζι]] ή αυτός που ανήκει σε αυτό, <i>κύνες τραπεζῆες</i> (Ιων. αντί <i>τραπεζεῖς</i>), οι σκύλοι που τρέφονται από το [[τραπέζι]] του κυρίου τους, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τρᾰπεζεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τραπέζι]] ή αυτός που ανήκει σε αυτό, <i>κύνες τραπεζῆες</i> (Ιων. αντί <i>τραπεζεῖς</i>), οι σκύλοι που τρέφονται από το [[τραπέζι]] του κυρίου τους, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from [[τράπεζα]]<br />at, of a [[table]], κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from [[their]] [[master]]'s [[table]], Hom. | |mdlsjtxt=τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from [[τράπεζα]]<br />at, of a [[table]], κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from [[their]] [[master]]'s [[table]], Hom. | ||
}} | }} |