τρικόρωνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit trois fois l'âge d'une corneille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui vit trois fois l'âge d'une corneille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐκόρωνος:''' проживший три вороньих века, т. е. очень старый ([[γραῦς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐκόρωνος:''' проживший три вороньих века, т. е. очень старый ([[γραῦς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth.
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth.
}}
}}