χαλκόπλευρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' [[меднобокий]] ([[τύπωμα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' [[меднобокий]] ([[τύπωμα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj