3,251,360
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, <i>att.</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne le mauvais temps, orageux, pluvieux : χειμέριαι ἅελλαι IL tempêtes d'orage ; [[χειμέριος]] [[νότος]] SOPH vent d'orage ; [[χειμέριος]] [[νύξ]] THC nuit d'orage ; [[οἱ]] χειμεριώτατοι μῆνες HDT les mois où le temps est le plus mauvais ; <i>fig.</i> sombre comme l'hiver;<br /><b>2</b> <i>en poésie, particul. chez les Épq.</i> qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver : [[ὥρη]] χειμερίη OD la mauvaise saison;<br /><i>Sp.</i> χειμεριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | |btext=α, <i>att.</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne le mauvais temps, orageux, pluvieux : χειμέριαι ἅελλαι IL tempêtes d'orage ; [[χειμέριος]] [[νότος]] SOPH vent d'orage ; [[χειμέριος]] [[νύξ]] THC nuit d'orage ; [[οἱ]] χειμεριώτατοι μῆνες HDT les mois où le temps est le plus mauvais ; <i>fig.</i> sombre comme l'hiver;<br /><b>2</b> <i>en poésie, particul. chez les Épq.</i> qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver : [[ὥρη]] χειμερίη OD la mauvaise saison;<br /><i>Sp.</i> χειμεριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειμέριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[бурный]], [[непогожий]], [[ненастный]] ([[νότος]] Soph.; μῆνες Her.; [[νύξ]] Thuc.): χειμέρια τὰ πράγματα Arph. дела складываются тревожно;<br /><b class="num">2)</b> [[зимний]] ([[ὥρη]] Hom., Hes.): ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία Soph. берег, на который зимой набегают волны;<br /><b class="num">3)</b> [[холодный]] (διάγειν τοῦ θέρους ἐν τοῖς χειμερίοις, sc. τόποις Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[жестокий]], [[мучительный]] ([[λύπη]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειμέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.· <i>ὥρῃ χειμερίη</i>, η [[εποχή]] του χειμώνα ή των καταιγίδων, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ἦμαρ]] χειμέριον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οἱ χειμεριώτατοι μῆνες</i>, οι πιο χειμερινοί, οι πιο θυελλώδεις μήνες, σε Ηρόδ.· [[χειμερία]] [[νύξ]], [[θυελλώδης]] [[νύχτα]] (την ώρα του καλοκαιριού), σε Θουκ.· ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]], [[ακτή]] που πλήττεται από θυελλώδη κύματα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[χειμερία]] [[λύπη]], υπερβολική [[λύπη]], σε Σοφ.· [[χειμέριος]], γενικά σημαίνει [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], [[χειμερινός]], αυτός που ανήκει στην [[εποχή]] του χειμώνα. | |lsmtext='''χειμέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.· <i>ὥρῃ χειμερίη</i>, η [[εποχή]] του χειμώνα ή των καταιγίδων, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ἦμαρ]] χειμέριον, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οἱ χειμεριώτατοι μῆνες</i>, οι πιο χειμερινοί, οι πιο θυελλώδεις μήνες, σε Ηρόδ.· [[χειμερία]] [[νύξ]], [[θυελλώδης]] [[νύχτα]] (την ώρα του καλοκαιριού), σε Θουκ.· ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]], [[ακτή]] που πλήττεται από θυελλώδη κύματα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[χειμερία]] [[λύπη]], υπερβολική [[λύπη]], σε Σοφ.· [[χειμέριος]], γενικά σημαίνει [[χειμερινός]], [[θυελλώδης]], [[χειμερινός]], αυτός που ανήκει στην [[εποχή]] του χειμώνα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |