ἀκατάσχετος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατέχω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσχετος:''' [[неудержимый]], [[безудержный]] (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσχετος:''' [[неудержимый]], [[безудержный]] (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj