ἀμία: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμία:''' ἡ [[амия]] (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμία]], η και [[ἀμίας]], ο (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, ίσως η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, [[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>mehi</i>, <i>mhit</i> (= [[ονομασία]] ψαριού)].
|mltxt=[[ἀμία]], η και [[ἀμίας]], ο (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, ίσως η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, [[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>mehi</i>, <i>mhit</i> (= [[ονομασία]] ψαριού)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμία:''' ἡ [[амия]] (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym