ἀμβλύς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br />émoussé ; <i>p. ext.</i> sans vigueur, faible ; <i>au mor.</i> ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d'une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα [[ὀργή]] THC colère émoussée ; ἀμβλὺς [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[περί]] [[τι]] sans énergie pour qch.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. [[μαλακός]].
|btext=εῖα, ύ;<br />émoussé ; <i>p. ext.</i> sans vigueur, faible ; <i>au mor.</i> ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d'une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα [[ὀργή]] THC colère émoussée ; ἀμβλὺς [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[περί]] [[τι]] sans énergie pour qch.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. [[μαλακός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβλύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> [[тупой]], [[не острый]] (ὀδόντες Arst.; [[γωνία]] Plat.): ἀμβλὺ θήγειν τι Anth. наточить что-л. тупое;<br /><b class="num">2)</b> тупой, неспособный; вялый, бездеятельный (πρός τι Diod., Plut., Anth., περί и εἴς τι Plut.): ἀμβλύτερος τὴν φύσιν Xen. менее одаренный от природы;<br /><b class="num">3)</b> [[притупившийся]], [[ослабленный]] ([[ὀργή]] Thuc.): ἀ. τῇ πρός τινα εὐνοία Plut. охладевший к кому-л.; ἀ. χέρα Aesch. искупивший преступление своих рук;<br /><b class="num">4)</b> [[притупляющий]], [[ослабляющий]], [[помрачающий]] (ὀφθαλμούς Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβλύς:''' -εῖα, -ύ, <b>I.1.</b> [[ήπιος]], μη [[κοφτερός]], με αφηρημένη την [[αιχμή]], για αιχμηρό [[εργαλείο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., [[ασθενής]], [[αχνός]], [[ασαφής]], λέγεται για την όραση, <i>ἀμβλὺ ὁρᾶν</i>, <i>βλέπειν</i>, στον ίδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ</i>, με λιγότερο δριμεία, σε Θουκ.· <i>ἀμβλύτερον ποιεῖν τι</i>, λιγότερο ζωηρό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στις Ευμ. του Αισχύλ. λέγεται για τον Ορέστη, που έχει απωλέσει την [[οξύτητα]] της ενοχής του· [[αλλά]] για πρόσωπα γενικά, άπνοος, [[άψυχος]], [[νωθρός]], [[αδρανής]], έχοντας χάσει την [[οξεία]] [[αίσθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που σκοτεινιάζει [[κάτι]], χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμβλύς:''' -εῖα, -ύ, <b>I.1.</b> [[ήπιος]], μη [[κοφτερός]], με αφηρημένη την [[αιχμή]], για αιχμηρό [[εργαλείο]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., [[ασθενής]], [[αχνός]], [[ασαφής]], λέγεται για την όραση, <i>ἀμβλὺ ὁρᾶν</i>, <i>βλέπειν</i>, στον ίδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ</i>, με λιγότερο δριμεία, σε Θουκ.· <i>ἀμβλύτερον ποιεῖν τι</i>, λιγότερο ζωηρό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στις Ευμ. του Αισχύλ. λέγεται για τον Ορέστη, που έχει απωλέσει την [[οξύτητα]] της ενοχής του· [[αλλά]] για πρόσωπα γενικά, άπνοος, [[άψυχος]], [[νωθρός]], [[αδρανής]], έχοντας χάσει την [[οξεία]] [[αίσθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που σκοτεινιάζει [[κάτι]], χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβλύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> [[тупой]], [[не острый]] (ὀδόντες Arst.; [[γωνία]] Plat.): ἀμβλὺ θήγειν τι Anth. наточить что-л. тупое;<br /><b class="num">2)</b> тупой, неспособный; вялый, бездеятельный (πρός τι Diod., Plut., Anth., περί и εἴς τι Plut.): ἀμβλύτερος τὴν φύσιν Xen. менее одаренный от природы;<br /><b class="num">3)</b> [[притупившийся]], [[ослабленный]] ([[ὀργή]] Thuc.): ἀ. τῇ πρός τινα εὐνοία Plut. охладевший к кому-л.; ἀ. χέρα Aesch. искупивший преступление своих рук;<br /><b class="num">4)</b> [[притупляющий]], [[ослабляющий]], [[помрачающий]] (ὀφθαλμούς Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym