ἀνέλπιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> inattendu, inespéré ; <i>en gén.</i> imprévu;<br /><b>2</b> désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d'espoir;<br /><b>II.</b> qui n’espère pas <i>ou</i> n’espère plus, désespéré ; [[ἀνέλπιστος]] ἔς τινα THC qui désespère à l'égard de qqn, <i>càd</i> dans sa lutte contre qqn ; [[ἀνέλπιστος]] ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n’espérant pas <i>ou</i> ne supposant pas que personne survînt ; [[ἀνέλπιστος]] σωθήσεσθαι THC qui désespère d'être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλπίζω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> inattendu, inespéré ; <i>en gén.</i> imprévu;<br /><b>2</b> désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d'espoir;<br /><b>II.</b> qui n’espère pas <i>ou</i> n’espère plus, désespéré ; [[ἀνέλπιστος]] ἔς τινα THC qui désespère à l'égard de qqn, <i>càd</i> dans sa lutte contre qqn ; [[ἀνέλπιστος]] ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n’espérant pas <i>ou</i> ne supposant pas que personne survînt ; [[ἀνέλπιστος]] σωθήσεσθαι THC qui désespère d'être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλπίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλπιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неожиданный]], [[нечаянный]], [[непредвиденный]] ([[φυγή]] Aesch.; [[θαῦμα]] Soph.; [[τύχη]] Eur.; [[εὐτυχία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[потерявший надежду]], [[не надеющийся]], [[отчаявшийся]] ([[βίοτος]] Soph.; ἀ. τινος Xen. и ἔς τινα Thuc.): ἀνέλπιστοι [[ἦσαν]] σωθήσεσθαι Thuc. у них не было надежды спастись;<br /><b class="num">3)</b> [[безнадежный]], [[невероятный]] ([[σωτηρία]] Dem., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλπιστος:''' -ον ([[ἐλπίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ελπίζεται, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου</i>, η [[έλλειψη]] προσδοκίας για την [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]], απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] ή [[προσδοκία]] ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει [[ελπίδα]], [[ανέλπιδος]], [[αναπάντεχος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον</i>, [[απελπισία]], σε Θουκ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, πιο απελπισμένος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνέλπιστος:''' -ον ([[ἐλπίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν ελπίζεται, [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου</i>, η [[έλλειψη]] προσδοκίας για την [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]], απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] ή [[προσδοκία]] ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει [[ελπίδα]], [[ανέλπιδος]], [[αναπάντεχος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ ἀνέλπιστον</i>, [[απελπισία]], σε Θουκ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, πιο απελπισμένος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλπιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неожиданный]], [[нечаянный]], [[непредвиденный]] ([[φυγή]] Aesch.; [[θαῦμα]] Soph.; [[τύχη]] Eur.; [[εὐτυχία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[потерявший надежду]], [[не надеющийся]], [[отчаявшийся]] ([[βίοτος]] Soph.; ἀ. τινος Xen. и ἔς τινα Thuc.): ἀνέλπιστοι [[ἦσαν]] σωθήσεσθαι Thuc. у них не было надежды спастись;<br /><b class="num">3)</b> [[безнадежный]], [[невероятный]] ([[σωτηρία]] Dem., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj