ἀμφισβητητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à la controverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφισβητέω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à la controverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφισβητέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβητητικός:''' [[склонный спорить]], [[охотник до споров]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμφισβητητικός]], -όν) [[ἀμφισβήτητος]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να αμφισβητεί, [[εριστικός]], [[φιλόνικος]]<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>η αμφισβητητική</i><br />η [[τέχνη]] της αμφισβήτησης<br /><b>4.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>το αμφισβητητικόν</i><br />η επιχειρηματολογία.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμφισβητητικός]], -όν) [[ἀμφισβήτητος]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να αμφισβητεί, [[εριστικός]], [[φιλόνικος]]<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>η αμφισβητητική</i><br />η [[τέχνη]] της αμφισβήτησης<br /><b>4.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>το αμφισβητητικόν</i><br />η επιχειρηματολογία.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβητητικός:''' [[склонный спорить]], [[охотник до споров]] Plat.
}}
}}